- κλίτα
- κλίτᾱ , κλίτοςcliffneut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
-αι — (ΑΝ) κατάληξη ονομαστικής και κλητικής πληθυντικού τών ονομάτων τής α κλίσεως (π. χ. ἡμέραι, χῶραι, ταμίαι, ἐπαγγελματίαι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ονομ./κλητ. πληθ. σε αι τής Ελληνικής (θεαί, χῶραι) είναι αναλογικός σχηματισμός κατά τα θεματικά* κλιτά… … Dictionary of Greek
εντροπιαστά — και ντροπιαστά επίρρ. ντροπαλά, με ντροπή, με συστολή («κλιτά και ντροπιαστά τόν ήβλεπεν η κόρη», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… … Dictionary of Greek
άρθρο — το 1. σύνδεση δύο σωμάτων, άρθρωση, κλείδωση: Έπαθαν αγκύλωση τα άρθρα των ποδιών του. 2. καθεμιά από τις ειδικότερες διατάξεις ενός επίσημου κειμένου (νόμου, συνθήκης, καταστατικού κτλ.): Το άρθρο 7 του νόμου ορίζει… 3. δημοσίευμα περιοδικού ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιτός — ή, ό αυτός που κλίνεται: Πόσα είναι τα κλιτά μέρη του λόγου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)